Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιφνιδιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αιφνιδιασμός
-
αιφνιδιαστικός
-
αηδιάζω
)
Συνώνυμα
εκπλήσσω
ξαφνιάζω
καταπλήσσω
3
Αντώνυμα
προειδοποιώ
προετοιμάζω
2
Ορισμός
Να προκαλώ έκπληξη σε κάποιον με κάτι απροσδόκητο.
Να κάνω κάποιον να νιώσει δυσάρεστα έκπληκτος ή σοκαρισμένος.
2
Παραδείγματα
Ο θόρυβος με αιφνιδίασε ενώ διάβαζα.
Τα νέα για την απρόσμενη επιστροφή του τον αιφνιδίασαν.
2