1. Λέξη
    αιφνιδιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: αιφνιδιασμός - αιφνιδιαστικός - αηδιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • εκπλήσσω
    • ξαφνιάζω
    • καταπλήσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προειδοποιώ
    • προετοιμάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ έκπληξη σε κάποιον με κάτι απροσδόκητο.
    • Να κάνω κάποιον να νιώσει δυσάρεστα έκπληκτος ή σοκαρισμένος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο θόρυβος με αιφνιδίασε ενώ διάβαζα.
    • Τα νέα για την απρόσμενη επιστροφή του τον αιφνιδίασαν.
    2