Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιματηρός (επίθετο) - (παρόμοια:
αυστηρός
-
αιχμηρός
)
Συνώνυμα
αιματοβαμμένος
αιμοβόρος
βίαιος
σκληρός
4
Αντώνυμα
ειρηνικός
ήπιος
ανακουφιστικός
3
Ορισμός
που περιέχει ή προκαλεί πολύ αίμα
που χαρακτηρίζεται από βία ή σκληρότητα
που σχετίζεται με θάνατο ή τραυματισμούς
3
Παραδείγματα
Η μάχη ήταν αιματηρή και άφησε πολλούς νεκρούς.
Οι αιματηρές συγκρούσεις συνεχίζονται στην περιοχή.
Ένα αιματηρό επεισόδιο έγραψε η ιστορία της πόλης.
3