1. Λέξη
    αιματηρός (επίθετο) - (παρόμοια: αυστηρός - αιχμηρός)
  2. Συνώνυμα
    • αιματοβαμμένος
    • αιμοβόρος
    • βίαιος
    • σκληρός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ειρηνικός
    • ήπιος
    • ανακουφιστικός
    3
  4. Ορισμός
    • που περιέχει ή προκαλεί πολύ αίμα
    • που χαρακτηρίζεται από βία ή σκληρότητα
    • που σχετίζεται με θάνατο ή τραυματισμούς
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μάχη ήταν αιματηρή και άφησε πολλούς νεκρούς.
    • Οι αιματηρές συγκρούσεις συνεχίζονται στην περιοχή.
    • Ένα αιματηρό επεισόδιο έγραψε η ιστορία της πόλης.
    3