Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιρετικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εξαιρετικός
-
θετικός
-
αστικός
-
ηγετικός
-
αρκτικός
-
σχετικός
-
εξυπηρετικός
-
διαφορετικός
-
αισθηματικός
)
Συνώνυμα
διαφορετικός
αντισυμβατικός
μη ορθόδοξος
3
Αντώνυμα
ορθόδοξος
συμβατικός
παραδοσιακός
3
Ορισμός
που αποκλίνει από τις καθιερωμένες θρησκευτικές ή φιλοσοφικές δοξασίες
που χαρακτηρίζεται από πρωτότυπη και μη συμβατική σκέψη
2
Παραδείγματα
Οι αιρετικές απόψεις του φιλοσόφου προκάλεσαν αντιδράσεις.
Η ομάδα ακολουθεί αιρετικές μεθόδους για την επίλυση του προβλήματος.
2