Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχετικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σχετικότητα
-
σοβιετικός
-
συνθετικός
-
σχηματικός
-
θετικός
-
σχολαστικός
-
ηγετικός
-
σχολικός
-
στατικός
-
σπιτικός
-
συμπονετικός
-
φυλετικός
-
αιρετικός
-
γενετικός
-
σωματικός
-
σπαστικός
-
ελβετικός
-
σκεπτικός
)
Συνώνυμα
σχετικιστικός
συνδετικός
συγγενής
3
Αντώνυμα
ασχετικός
άσχετος
ασύνδετος
3
Ορισμός
που έχει σχέση με κάτι ή κάποιον
που αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή πράγμα
που εξαρτάται από τις συνθήκες ή τα δεδομένα
3
Παραδείγματα
Οι πληροφορίες που μας έδωσε ήταν πολύ σχετικές με το θέμα.
Η απόφασή του ήταν σχετική με τις τρέχουσες συνθήκες.
Αυτό το βιβλίο είναι σχετικό με την ιστορία της Ελλάδας.
3