1. Λέξη
    αιφνιδιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αιφνιδιαστικός - αιφνιδιάζω - αγιασμός - ανεφοδιασμός)
  2. Συνώνυμα
    • έκπληξη
    • απρόσμενο γεγονός
    • απροσδόκητο
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσδοκία
    • προετοιμασία
    • προγραμματισμός
    3
  4. Ορισμός
    • Μια ξαφνική και απρόσμενη ενέργεια ή γεγονός που προκαλεί έκπληξη.
    • Η κατάσταση του να συμβαίνει κάτι χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αιφνιδιασμός της επισκέπτισσας με άφησε άφωνος.
    • Το πάρτι ήταν ένας πραγματικός αιφνιδιασμός για την εορτάζουσα.
    2