Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιωρούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αιτούμαι
-
θεωρούμαι
-
τιμωρούμαι
-
αφαιρούμαι
-
αρνούμαι
)
Συνώνυμα
επιπλέω
κυματίζω
κρέμομαι
3
Αντώνυμα
βαραθρώνομαι
βυθίζομαι
καταποντίζομαι
3
Ορισμός
Βρίσκομαι σε αβέβαια ή αόριστη κατάσταση.
Μένω στον αέρα χωρίς στήριξη ή κίνηση.
Δεν έχω ληφθεί οριστική απόφαση ή δεν έχω οριστικοποιηθεί.
3
Παραδείγματα
Η απόφαση για την πρόσληψή του αιωρείται ακόμη.
Ο καπνός αιωρούνταν πάνω από την πόλη.
Η ελπίδα αιωρούνταν στο κενό.
3