1. Λέξη
    αιωρούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: αιτούμαι - θεωρούμαι - τιμωρούμαι - αφαιρούμαι - αρνούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • επιπλέω
    • κυματίζω
    • κρέμομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • βαραθρώνομαι
    • βυθίζομαι
    • καταποντίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Βρίσκομαι σε αβέβαια ή αόριστη κατάσταση.
    • Μένω στον αέρα χωρίς στήριξη ή κίνηση.
    • Δεν έχω ληφθεί οριστική απόφαση ή δεν έχω οριστικοποιηθεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η απόφαση για την πρόσληψή του αιωρείται ακόμη.
    • Ο καπνός αιωρούνταν πάνω από την πόλη.
    • Η ελπίδα αιωρούνταν στο κενό.
    3