1. Λέξη
    τιμωρούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: θεωρούμαι - αιωρούμαι - τιμωρώ - τιμωρός - τιμωρία)
  2. Συνώνυμα
    • εκδικούμαι
    • τιμωρώ
    • ανταμείβω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγχωρώ
    • επιβραβεύω
    • ανταμείβω θετικά
    3
  4. Ορισμός
    • Να υποβάλλομαι σε τιμωρία ως αντίποινα για κάτι που έκανα.
    • Να βρίσκομαι υπό την επίδραση κάποιας αρνητικής συνέπειας λόγω των πράξεών μου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φονιάς τιμωρήθηκε με ισόβια κάθειρξη.
    • Αν δεν μετριάσεις τον τόνο σου, θα τιμωρηθείς.
    2