Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφαιρούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αιωρούμαι
-
αφαιρώ
)
Συνώνυμα
απομακρύνομαι
αποσύρομαι
αποχωρώ
3
Αντώνυμα
προσκολλώμαι
πλησιάζω
ενώνω
3
Ορισμός
Να απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι.
Να αποσύρομαι από μια κατάσταση ή μια δραστηριότητα.
Να αφαιρώ κάτι από κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Αφαιρέθηκα από τη συζήτηση για να μην προκαλέσω πρόβλημα.
Ο γιατρός του είπε να αφαιρεθεί από τις δραστηριότητες που απαιτούν σωματική προσπάθεια.
Αφαιρέθηκε το εξάρτημα από τη συσκευή για επισκευή.
3