1. Λέξη
    ακοή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανυπακοή - ακούω)
  2. Συνώνυμα
    • ακρόαση
    • ακουστικό
    • ακουστικό όργανο
    3
  3. Αντώνυμα
    • βουβαμάρα
    • κώφωση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς ήχους μέσω των αυτιών.
    • Το όργανο ή η αίσθηση που επιτρέπει την αντίληψη των ήχων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ακοή του είναι πολύ καλή, μπορεί να ακούσει ακόμα και τα πιο απαλά ήχια.
    • Μετά το ατύχημα, η ακοή της επηρεάστηκε σοβαρά.
    2