Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακούω (ρήμα) - (παρόμοια:
ακούσω
-
υπακούω
-
ακούσια
-
ακοή
-
ξανακούω
-
ακούσατε
)
Συνώνυμα
αφουγκράζομαι
ακροώμαι
παρακολουθώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Να αντιλαμβάνεσαι ήχο μέσω των αυτιών.
Να δέχεσαι πληροφορίες ή νέα.
2
Παραδείγματα
Ακούω τη μουσική από το διπλανό δωμάτιο.
Άκουσα ότι θα έρθεις αύριο.
2