Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακολουθήσεις (ρήμα) - (παρόμοια:
ακολουθήσω
-
ακολουθώ
-
ακολουθία
)
Συνώνυμα
ακολουθείς
παρακολουθείς
ακολουθώ
3
Αντώνυμα
αγνοείς
παραμελείς
αποφεύγεις
3
Ορισμός
Να πηγαίνεις πίσω από κάποιον ή κάτι, να ακολουθείς μια διαδρομή ή μια πορεία.
Να υπακούς ή να ακολουθείς τις οδηγίες ή τις συμβουλές κάποιου.
Να συμβαδίζεις με μια ιδέα, μια θεωρία ή μια πρακτική.
3
Παραδείγματα
Αν ακολουθήσεις αυτή τη διαδρομή, θα φτάσεις γρήγορα στον προορισμό σου.
Πρέπει να ακολουθήσεις τις οδηγίες του γιατρού για να γίνεις καλά.
Η επιχείρησή του ακολουθεί τις πιο σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης.
3