1. Λέξη
    ακολουθήσεις (ρήμα) - (παρόμοια: ακολουθήσω - ακολουθώ - ακολουθία)
  2. Συνώνυμα
    • ακολουθείς
    • παρακολουθείς
    • ακολουθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοείς
    • παραμελείς
    • αποφεύγεις
    3
  4. Ορισμός
    • Να πηγαίνεις πίσω από κάποιον ή κάτι, να ακολουθείς μια διαδρομή ή μια πορεία.
    • Να υπακούς ή να ακολουθείς τις οδηγίες ή τις συμβουλές κάποιου.
    • Να συμβαδίζεις με μια ιδέα, μια θεωρία ή μια πρακτική.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αν ακολουθήσεις αυτή τη διαδρομή, θα φτάσεις γρήγορα στον προορισμό σου.
    • Πρέπει να ακολουθήσεις τις οδηγίες του γιατρού για να γίνεις καλά.
    • Η επιχείρησή του ακολουθεί τις πιο σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης.
    3