1. Λέξη
    ακολουθήσω (ρήμα) - (παρόμοια: ακολουθήσεις - παρακολουθήσω - ακολουθώ - ακολουθία)
  2. Συνώνυμα
    • ακολουθώ
    • παρακολουθώ
    • ακολουθώ τα βήματα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • απομακρύνομαι
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να πηγαίνω ή να κινούμαι πίσω από κάποιον ή κάτι.
    • Να συμμορφώνομαι με τις οδηγίες, τις συμβουλές ή τις επιθυμίες κάποιου.
    • Να καταλαβαίνω ή να αντιλαμβάνομαι κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα ακολουθήσω τις οδηγίες σου για να φτάσω στο ξενοδοχείο.
    • Οι μαθητές ακολουθούν τον δάσκαλό τους στο μάθημα της ιστορίας.
    • Ακολούθησε τη συμβουλή μου και πήρε την καλύτερη απόφαση.
    3