Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακολουθήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ακολουθήσεις
-
παρακολουθήσω
-
ακολουθώ
-
ακολουθία
)
Συνώνυμα
ακολουθώ
παρακολουθώ
ακολουθώ τα βήματα
3
Αντώνυμα
αγνοώ
απομακρύνομαι
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να πηγαίνω ή να κινούμαι πίσω από κάποιον ή κάτι.
Να συμμορφώνομαι με τις οδηγίες, τις συμβουλές ή τις επιθυμίες κάποιου.
Να καταλαβαίνω ή να αντιλαμβάνομαι κάτι.
3
Παραδείγματα
Θα ακολουθήσω τις οδηγίες σου για να φτάσω στο ξενοδοχείο.
Οι μαθητές ακολουθούν τον δάσκαλό τους στο μάθημα της ιστορίας.
Ακολούθησε τη συμβουλή μου και πήρε την καλύτερη απόφαση.
3