Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακολουθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ακολουθία
-
επακολουθώ
-
ακολουθήσω
-
εξακολουθώ
-
παρακολουθώ
-
ακολουθήσεις
)
Συνώνυμα
παρακολουθώ
ακολουθώ
ακολουθώ
ακολουθώ
4
Αντώνυμα
αγνοώ
αποφεύγω
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Να κινείται πίσω από κάποιον ή κάτι, να τον ακολουθεί.
Να υπακούει σε οδηγίες ή συμβουλές.
Να συμβαδίζει με μια ιδέα, μια θεωρία ή μια πρακτική.
3
Παραδείγματα
Ο σκύλος ακολουθεί τον ιδιοκτήτη του στο πάρκο.
Οι μαθητές ακολουθούν τις οδηγίες του δασκάλου.
Ακολουθούμε μια νέα διατροφή για να βελτιώσουμε την υγεία μας.
3