Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακούσατε (ρήμα) - (παρόμοια:
ακούσω
-
ακούσια
-
ακούω
-
ακούσουμε
)
Συνώνυμα
άκουσες
είδατε
πληροφορήθηκες
3
Αντώνυμα
αγνόησες
παράβλεψες
2
Ορισμός
Να αντιληφθείς ή να γνωρίσεις κάτι μέσω της ακοής.
Να λάβεις πληροφορίες ή να ενημερωθείς για κάτι.
2
Παραδείγματα
Ακούσατε τι είπε ο δάσκαλος;
Έχετε ακούσει τα τελευταία νέα;
2