Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακούσια (επίρρημα) - (παρόμοια:
ακούσω
-
ακούσατε
-
ακούω
-
ακούσουμε
)
Συνώνυμα
αθέλητα
ασυνείδητα
απρομετρήτως
3
Αντώνυμα
ηθελημένα
συνειδητά
εκούσια
3
Ορισμός
Χωρίς να το θέλει κάποιος, χωρίς πρόθεση.
Με τρόπο που δείχνει έλλειψη ελέγχου ή συνείδησης.
2
Παραδείγματα
Τον χτύπησε ακούσια ενώ έκανε γυμναστική.
Η απάντησή της ήταν ακούσια και μετά μετάνιωσε.
2