1. Λέξη
    ακούσια (επίρρημα) - (παρόμοια: ακούσω - ακούσατε - ακούω - ακούσουμε)
  2. Συνώνυμα
    • αθέλητα
    • ασυνείδητα
    • απρομετρήτως
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηθελημένα
    • συνειδητά
    • εκούσια
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς να το θέλει κάποιος, χωρίς πρόθεση.
    • Με τρόπο που δείχνει έλλειψη ελέγχου ή συνείδησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τον χτύπησε ακούσια ενώ έκανε γυμναστική.
    • Η απάντησή της ήταν ακούσια και μετά μετάνιωσε.
    2