Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πορνογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ακτινογραφία
-
πλαστογραφία
-
βιογραφία
-
δικογραφία
-
φωτογραφία
-
τομογραφία
-
ορθογραφία
-
χορογραφία
)
Συνώνυμα
εροτικά
αισχρογραφία
αισχρότητες
3
Αντώνυμα
αγνότητα
σωφροσύνη
παρθενία
3
Ορισμός
Οποιαδήποτε αναπαράσταση σε εικόνα, κείμενο ή άλλη μορφή που έχει ως κύριο σκοπό την ερωτική διέγερση.
Υλικό που απεικονίζει σε ρητό ή υπονοούμενο τρόπο σεξουαλικές πράξεις με σκοπό να διεγείρει ερωτικά.
2
Παραδείγματα
Η πορνογραφία απαγορεύεται σε πολλές χώρες για ανηλίκους.
Ορισμένοι θεωρούν ότι η πορνογραφία μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις προσωπικές σχέσεις.
2