Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακτινολογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τεχνολογικός
-
βιολογικός
-
ζωολογικός
-
λογικός
-
ψυχολογικός
-
παθολογικός
-
φορολογικός
-
οικολογικός
)
Συνώνυμα
ακτινογραφικός
ακτινοσκοπικός
2
Αντώνυμα
μη ακτινολογικός
1
Ορισμός
Σχετικός με την ακτινολογία ή τις ακτίνες.
Που χρησιμοποιεί ακτινοβολία για ιατρικές ή τεχνικές εφαρμογές.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός διέταξε ακτινολογική εξέταση για να διαγνώσει το πρόβλημα.
Η ακτινολογική μονάδα του νοσοκομείου είναι εξοπλισμένη με τα τελευταία μοντέλα συσκευών.
2