1. Συνώνυμα
    • ακτινογραφικός
    • ακτινοσκοπικός
    2
  2. Αντώνυμα
    • μη ακτινολογικός
    1
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με την ακτινολογία ή τις ακτίνες.
    • Που χρησιμοποιεί ακτινοβολία για ιατρικές ή τεχνικές εφαρμογές.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός διέταξε ακτινολογική εξέταση για να διαγνώσει το πρόβλημα.
    • Η ακτινολογική μονάδα του νοσοκομείου είναι εξοπλισμένη με τα τελευταία μοντέλα συσκευών.
    2