Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παθολογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
παθολογία
-
ζωολογικός
-
βιολογικός
-
λογικός
-
ψυχολογικός
-
οικολογικός
-
φορολογικός
-
φυσιολογικός
-
τεχνολογικός
-
προεκλογικός
-
νευρολογικός
-
εκλογικός
-
παθητικός
-
ακτινολογικός
-
τοξικολογικός
-
συλλογικός
)
Συνώνυμα
νοσηρός
ανώμαλος
παθογόνος
3
Αντώνυμα
υγιής
φυσιολογικός
κανονικός
3
Ορισμός
Σχετικός με την παθολογία ή τις ασθένειες.
Που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ή ανώμαλη συμπεριφορά.
Που προκαλεί ή σχετίζεται με ασθένεια.
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός ανέφερε ότι η κατάσταση του ασθενούς είναι παθολογική.
Η παθολογική του ανησυχία για την υγεία του τον οδήγησε σε πολλά νοσοκομεία.
Η παθολογική αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων υποδηλώνει λοίμωξη.
3