Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψυχολογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ψυχολογικά
-
ψυχολογία
-
ζωολογικός
-
βιολογικός
-
λογικός
-
ψυχικός
-
οικολογικός
-
παθολογικός
-
φορολογικός
-
φυσιολογικός
-
τεχνολογικός
-
νευρολογικός
-
εκλογικός
-
ψυχωτικός
-
ακτινολογικός
-
τοξικολογικός
-
συλλογικός
)
Συνώνυμα
ψυχιατρικός
ψυχοσωματικός
συναισθηματικός
3
Αντώνυμα
σωματικός
φυσικός
αισθητικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τη ψυχολογία ή τη μελέτη της ψυχής και της συμπεριφοράς.
Που αφορά τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή τις καταστάσεις ενός ατόμου.
2
Παραδείγματα
Ο ψυχολογικός πόνος μπορεί να είναι εξίσου επώδυνος με τον σωματικό.
Έκανε μια ψυχολογική αξιολόγηση για να κατανοήσει καλύτερα τη συμπεριφορά του.
2