1. Λέξη
    ακύρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κύρωση - επικύρωση)
  2. Συνώνυμα
    • αναίρεση
    • απόσυρση
    • κατάργηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβεβαίωση
    • επικύρωση
    • έγκριση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να ακυρώνει κάποιος κάτι, να το καταργεί ή να το ματαιώνει.
    • Η απόφαση να μην πραγματοποιηθεί κάτι που είχε προγραμματιστεί ή συμφωνηθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ακύρωση της πτήσης προκάλεσε δυσαρέσκεια στους επιβάτες.
    • Μετά την ακύρωση της συνδιάσκεψης, όλοι επέστρεψαν στα γραφεία τους.
    2