Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακύρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κύρωση
-
επικύρωση
)
Συνώνυμα
αναίρεση
απόσυρση
κατάργηση
3
Αντώνυμα
επιβεβαίωση
επικύρωση
έγκριση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να ακυρώνει κάποιος κάτι, να το καταργεί ή να το ματαιώνει.
Η απόφαση να μην πραγματοποιηθεί κάτι που είχε προγραμματιστεί ή συμφωνηθεί.
2
Παραδείγματα
Η ακύρωση της πτήσης προκάλεσε δυσαρέσκεια στους επιβάτες.
Μετά την ακύρωση της συνδιάσκεψης, όλοι επέστρεψαν στα γραφεία τους.
2