Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κύρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ακύρωση
-
επικύρωση
-
κλήρωση
)
Συνώνυμα
επικύρωση
βεβαίωση
επιβεβαίωση
3
Αντώνυμα
ακύρωση
απόρριψη
2
Ορισμός
Η επίσημη έγκριση ή αποδοχή ενός νόμου, συμφώνου ή άλλου εγγράφου.
Η διαδικασία με την οποία ένα έγγραφο ή μια πράξη γίνεται επίσημα έγκυρη.
2
Παραδείγματα
Η κύρωση της συνθήκης έγινε από το κοινοβούλιο.
Μετά την κύρωση του συμβολαίου, οι υπογράφοντες είναι δεσμευμένοι από τους όρους του.
2