1. Λέξη
    κύρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ακύρωση - επικύρωση - κλήρωση)
  2. Συνώνυμα
    • επικύρωση
    • βεβαίωση
    • επιβεβαίωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακύρωση
    • απόρριψη
    2
  4. Ορισμός
    • Η επίσημη έγκριση ή αποδοχή ενός νόμου, συμφώνου ή άλλου εγγράφου.
    • Η διαδικασία με την οποία ένα έγγραφο ή μια πράξη γίνεται επίσημα έγκυρη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κύρωση της συνθήκης έγινε από το κοινοβούλιο.
    • Μετά την κύρωση του συμβολαίου, οι υπογράφοντες είναι δεσμευμένοι από τους όρους του.
    2