Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επικύρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κύρωση
-
ακύρωση
-
επιβίωση
)
Συνώνυμα
βεβαίωση
επιβεβαίωση
οριστικοποίηση
3
Αντώνυμα
ακύρωση
απόρριψη
αποποίηση
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της επίσημης αποδοχής ή εγκρίσης κάποιου πράγματος.
Η πράξη της επιβεβαίωσης της εγκυρότητας ή της αλήθειας ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Η επικύρωση της συμφωνίας έγινε με την υπογραφή και των δύο μερών.
Μετά από πολλές συζητήσεις, ήρθε η ώρα για την επικύρωση των αποτελεσμάτων.
2