1. Λέξη
    αλάνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αλάνι - αλά)
  2. Συνώνυμα
    • πλατεία
    • αυλή
    • χώρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δωμάτιο
    • κλειστός χώρος
    2
  4. Ορισμός
    • Ανοιχτός χώρος σε ένα χωριό ή πόλη, συνήθως με γρασίδι ή χώμα, όπου συγκεντρώνονται οι άνθρωποι.
    • Μεγάλη πλατεία ή κενός χώρος σε αγροτική περιοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα παιδιά παίζουν στην αλάνα του χωριού.
    • Η αλάνα ήταν γεμάτη κόσμο κατά τη διάρκεια της γιορτής.
    2