Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλάνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αλάνι
-
αλά
)
Συνώνυμα
πλατεία
αυλή
χώρος
3
Αντώνυμα
δωμάτιο
κλειστός χώρος
2
Ορισμός
Ανοιχτός χώρος σε ένα χωριό ή πόλη, συνήθως με γρασίδι ή χώμα, όπου συγκεντρώνονται οι άνθρωποι.
Μεγάλη πλατεία ή κενός χώρος σε αγροτική περιοχή.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά παίζουν στην αλάνα του χωριού.
Η αλάνα ήταν γεμάτη κόσμο κατά τη διάρκεια της γιορτής.
2