Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλάνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αλάνα
-
αλά
)
Συνώνυμα
αλήτης
αδέσποτος
περιπλανώμενος
3
Αντώνυμα
οικιακός
σταθερός
εγκατεστημένος
3
Ορισμός
Άτομο που περιφέρεται χωρίς σταθερό τόπο διαμονής ή εργασίας.
Ζώο, ειδικά σκύλος, που δεν έχει σπίτι ή ιδιοκτήτη.
2
Παραδείγματα
Το αλάνι περιπλανιόταν στους δρόμους της πόλης ψάχνοντας φαγητό.
Ένα αδέσποτο αλάνι κοιμόταν κάτω από το παγκάκι.
2