1. Λέξη
    αλάνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αλάνα - αλά)
  2. Συνώνυμα
    • αλήτης
    • αδέσποτος
    • περιπλανώμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • οικιακός
    • σταθερός
    • εγκατεστημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που περιφέρεται χωρίς σταθερό τόπο διαμονής ή εργασίας.
    • Ζώο, ειδικά σκύλος, που δεν έχει σπίτι ή ιδιοκτήτη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αλάνι περιπλανιόταν στους δρόμους της πόλης ψάχνοντας φαγητό.
    • Ένα αδέσποτο αλάνι κοιμόταν κάτω από το παγκάκι.
    2