Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλλάξω (ρήμα) - (παρόμοια:
απαλλάξω
-
αλλά
-
αλλάζω
)
Συνώνυμα
μεταβάλλω
τροποποιώ
ανανεώνω
3
Αντώνυμα
παραμένω
σταθεροποιώ
διατηρώ
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν πριν.
Να αλλάξω την κατάσταση ή τη μορφή κάποιου πράγματος.
Να μεταμορφώσω ή να μετατρέψω κάτι σε κάτι άλλο.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να αλλάξω τα ρούχα μου πριν πάω έξω.
Η εταιρεία αποφάσισε να αλλάξει τη στρατηγική της.
Μετά από αυτή την εμπειρία, άλλαξα τον τρόπο σκέψης μου.
3