Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλλάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανταλλάζω
-
αλλά
-
αλλάζουμε
-
αλλάξω
)
Συνώνυμα
μεταβάλλω
τροποποιώ
ανανεώνω
3
Αντώνυμα
παραμένω
σταθεροποιώ
διατηρώ
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν πριν.
Να αλλάζω την κατάσταση ή τη μορφή κάποιου πράγματος.
Να μετατοπίζω ή να μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος.
3
Παραδείγματα
Αυτή την εβδομάδα θα αλλάξω τη διακόσμηση του σαλονιού.
Ο καιρός αλλάζει συχνά την άνοιξη.
Πρέπει να αλλάξεις τη στάση σου απέναντι στη δουλειά σου.
3