1. Λέξη
    αλλάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ανταλλάζω - αλλά - αλλάζουμε - αλλάξω)
  2. Συνώνυμα
    • μεταβάλλω
    • τροποποιώ
    • ανανεώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • παραμένω
    • σταθεροποιώ
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν πριν.
    • Να αλλάζω την κατάσταση ή τη μορφή κάποιου πράγματος.
    • Να μετατοπίζω ή να μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή την εβδομάδα θα αλλάξω τη διακόσμηση του σαλονιού.
    • Ο καιρός αλλάζει συχνά την άνοιξη.
    • Πρέπει να αλλάξεις τη στάση σου απέναντι στη δουλειά σου.
    3