Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαλλάξω (ρήμα) - (παρόμοια:
αλλάξω
-
απαλλάσσω
-
απαλλαγώ
-
απαλλαγή
-
απαλλάσσομαι
-
απαλά
)
Συνώνυμα
ελευθερώνω
ξεφορτώνω
απολύω
3
Αντώνυμα
περιορίζω
εγκλωβίζω
φορτώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο από κάτι δυσάρεστο ή επιβαρυντικό.
Απαλλάσσω κάποιον από υποχρέωση ή ευθύνη.
2
Παραδείγματα
Ο νόμος απαλλάσσει τους πολίτες από ορισμένες φορολογικές υποχρεώσεις.
Ο γιατρός τον απάλλαξε από τον πόνο με τα φάρμακα.
2