1. Λέξη
    απαλλάξω (ρήμα) - (παρόμοια: αλλάξω - απαλλάσσω - απαλλαγώ - απαλλαγή - απαλλάσσομαι - απαλά)
  2. Συνώνυμα
    • ελευθερώνω
    • ξεφορτώνω
    • απολύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • περιορίζω
    • εγκλωβίζω
    • φορτώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο από κάτι δυσάρεστο ή επιβαρυντικό.
    • Απαλλάσσω κάποιον από υποχρέωση ή ευθύνη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο νόμος απαλλάσσει τους πολίτες από ορισμένες φορολογικές υποχρεώσεις.
    • Ο γιατρός τον απάλλαξε από τον πόνο με τα φάρμακα.
    2