Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλυσοδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεμένος
-
γεροδεμένος
)
Συνώνυμα
δεμένος
πλαισιωμένος
περιορισμένος
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
απελευθερωμένος
αδέσμευτος
3
Ορισμός
Που έχει δεθεί με αλυσίδα ή άλλο μέσο περιορισμού.
Που βρίσκεται υπό περιορισμούς ή ελέγχους.
2
Παραδείγματα
Ο σκύλος ήταν αλυσοδεμένος στο μπαλκόνι.
Οι εργαζόμενοι αισθάνονται αλυσοδεμένοι από τους αυστηρούς κανονισμούς.
2