1. Λέξη
    αλυσοδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια: δεμένος - γεροδεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • δεμένος
    • πλαισιωμένος
    • περιορισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • απελευθερωμένος
    • αδέσμευτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει δεθεί με αλυσίδα ή άλλο μέσο περιορισμού.
    • Που βρίσκεται υπό περιορισμούς ή ελέγχους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος ήταν αλυσοδεμένος στο μπαλκόνι.
    • Οι εργαζόμενοι αισθάνονται αλυσοδεμένοι από τους αυστηρούς κανονισμούς.
    2