Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεδομένος
-
δεσμευμένος
-
σημαδεμένος
-
γεροδεμένος
-
διαολεμένος
-
μπερδεμένος
-
συνδεδεμένος
-
αλυσοδεμένος
-
μαζεμένος
-
δηλώμένος
-
μαγεμένος
-
λατρεμένος
-
διψασμένος
-
διαλυμένος
-
διχασμένος
)
Συνώνυμα
δένω
συνδέω
προσδένω
3
Αντώνυμα
ξεδένω
αποδεσμεύω
απελευθερώνω
3
Ορισμός
Που έχει δεθεί, που έχει συνδεθεί με κάποιον τρόπο.
Που βρίσκεται σε κατάσταση δέσμευσης ή περιορισμού.
2
Παραδείγματα
Ο σκύλος ήταν δεμένος στο δέντρο.
Η δέσμη των λουλουδιών ήταν καλά δεμένη.
2