1. Συνώνυμα
    • δένω
    • συνδέω
    • προσδένω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεδένω
    • αποδεσμεύω
    • απελευθερώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει δεθεί, που έχει συνδεθεί με κάποιον τρόπο.
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση δέσμευσης ή περιορισμού.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος ήταν δεμένος στο δέντρο.
    • Η δέσμη των λουλουδιών ήταν καλά δεμένη.
    2