1. Λέξη
    γεροδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια: δεμένος - αλυσοδεμένος - γεννημένος)
  2. Συνώνυμα
    • αποδυναμωμένος
    • κουρασμένος
    • εξουθενωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυνατός
    • ενεργητικός
    • ζωντανός
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει χάσει τη δύναμή του ή έχει εξασθενήσει.
    • Που δείχνει σημάδια γήρατος ή φθοράς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γεροδεμένος άνδρας δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι.
    • Το γεροδεμένο κτήριο χρειαζόταν επισκευές.
    2