Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεροδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεμένος
-
αλυσοδεμένος
-
γεννημένος
)
Συνώνυμα
αποδυναμωμένος
κουρασμένος
εξουθενωμένος
3
Αντώνυμα
δυνατός
ενεργητικός
ζωντανός
3
Ορισμός
Που έχει χάσει τη δύναμή του ή έχει εξασθενήσει.
Που δείχνει σημάδια γήρατος ή φθοράς.
2
Παραδείγματα
Ο γεροδεμένος άνδρας δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Το γεροδεμένο κτήριο χρειαζόταν επισκευές.
2