Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αμερικανική (επίθετο) - (παρόμοια:
αμερικανικός
-
αμερική
-
αμερικανός
-
αμερικανίδα
-
αμερικάνικος
)
Συνώνυμα
ΗΠΑ-ϊκή
αμερικανόφερνη
2
Αντώνυμα
μη αμερικανική
ξένη
2
Ορισμός
Σχετικός με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ή τον πολιτισμό τους.
Χαρακτηριστικός των ΗΠΑ ή των κατοίκων τους.
2
Παραδείγματα
Η αμερικανική κουζίνα είναι πολύ διαφορετική από την ελληνική.
Η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα μέτρα.
2