1. Λέξη
    αμερικανικός (επίθετο) - (παρόμοια: αμερικανική - αμερικανός - αφρικανικός - αμερικανίδα - μερικός - αμερική - αμερικάνικος)
  2. Συνώνυμα
    • Ηνωμένων Πολιτειών
    • αμερικάνικος
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη αμερικανικός
    • ξένος
    2
  4. Ορισμός
    • Ανήκων ή σχετικός με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
    • Χαρακτηριστικός της Αμερικής ή των Αμερικανών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αμερικανική πολιτική έχει μεγάλη επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο.
    • Αυτό το εστιατόριο σερβίρει αμερικανική κουζίνα.
    2