1. Λέξη
    ανάστημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόστημα - ανάσταση - διάστημα - ανάσα - κατάστημα)
  2. Συνώνυμα
    • ύψος
    • μεγαλείο
    • ανάπτυγμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαμηλότητα
    • μικρότητα
    • ταπείνωση
    3
  4. Ορισμός
    • Το ύψος ενός ανθρώπου ή πράγματος.
    • Η εντύπωση μεγαλείου ή υπεροχής που δίνει κάποιος ή κάτι.
    • Η ανάπτυξη ή η ανάδειξη μιας ιδέας ή ενός έργου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ανάστημα του κτιρίου ήταν εντυπωσιακό.
    • Ο ηγέτης είχε μεγάλο ανάστημα μεταξύ των ανθρώπων του.
    • Το ανάστημα της δημιουργίας του καλλιτέχνη ήταν αδιαμφισβήτητο.
    3