Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακαλέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακαλώ
-
ανακαλύψω
-
αποκαλέσω
-
καλέσω
-
ανακαλύπτω
-
αναθέσω
)
Συνώνυμα
ανακαλώ
αποσύρω
ακυρώνω
3
Αντώνυμα
επιβεβαιώνω
εγκρίνω
επικυρώνω
3
Ορισμός
Επαναφέρω κάτι που είχε ανακληθεί ή αποσυρθεί.
Ακυρώνω μια προηγούμενη δήλωση ή ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Ο υπουργός ανακαλεί τη δήλωσή του μετά την κατακραυγή.
Η εταιρεία ανακαλεί τα ελαττωματικά προϊόντα για αντικατάσταση.
2