1. Λέξη
    ανακαλέσω (ρήμα) - (παρόμοια: ανακαλώ - ανακαλύψω - αποκαλέσω - καλέσω - ανακαλύπτω - αναθέσω)
  2. Συνώνυμα
    • ανακαλώ
    • αποσύρω
    • ακυρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβεβαιώνω
    • εγκρίνω
    • επικυρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναφέρω κάτι που είχε ανακληθεί ή αποσυρθεί.
    • Ακυρώνω μια προηγούμενη δήλωση ή ενέργεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπουργός ανακαλεί τη δήλωσή του μετά την κατακραυγή.
    • Η εταιρεία ανακαλεί τα ελαττωματικά προϊόντα για αντικατάσταση.
    2