Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατρέφω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναθρέφω
-
ανατρέπω
-
αντιστρέφω
-
ανατροφή
-
ανατροπή
-
τρέφω
)
Συνώνυμα
μεγαλώνω
εκτρέφω
διατροφή
αναθρέφω
4
Αντώνυμα
αμελώ
παραμελώ
αφήνω
3
Ορισμός
Παρέχω τροφή και φροντίδα σε κάποιον για να μεγαλώσει ή να αναπτυχθεί.
Εκτρέφω ή αναθρέφω κάποιον, συνήθως αναφέρεται σε παιδιά ή ζώα.
Συντηρώ ή υποστηρίζω κάποιον οικονομικά ή ψυχολογικά.
3
Παραδείγματα
Οι γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους με αγάπη και φροντίδα.
Η γιαγιά αναθρέφει τα εγγόνια της αφού οι γονείς τους δουλεύουν στο εξωτερικό.
Ανατρέφω δύο γατιά στο σπίτι μου.
3