1. Λέξη
    αναισθητικό (επίθετο) - (παρόμοια: αισθητική - αναισθησία - αναψυκτικό)
  2. Συνώνυμα
    • αναλγητικό
    • μη ευαίσθητο
    • ασυναισθητοποιητικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευαίσθητο
    • πονεμένο
    • επαίσθητο
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν προκαλεί πόνο ή δυσφορία.
    • Που δεν έχει την ικανότητα να νιώθει ή να αντιδρά σε συναισθηματικά ερεθίσματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός χορήγησε ένα αναισθητικό πριν την επέμβαση.
    • Η συμπεριφορά του ήταν τελείως αναισθητική απέναντι στα συναισθήματα των άλλων.
    2