Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναισθητικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αισθητική
-
αναισθησία
-
αναψυκτικό
)
Συνώνυμα
αναλγητικό
μη ευαίσθητο
ασυναισθητοποιητικό
3
Αντώνυμα
ευαίσθητο
πονεμένο
επαίσθητο
3
Ορισμός
Που δεν προκαλεί πόνο ή δυσφορία.
Που δεν έχει την ικανότητα να νιώθει ή να αντιδρά σε συναισθηματικά ερεθίσματα.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός χορήγησε ένα αναισθητικό πριν την επέμβαση.
Η συμπεριφορά του ήταν τελείως αναισθητική απέναντι στα συναισθήματα των άλλων.
2