1. Λέξη
    ανακάμπτω (ρήμα) - (παρόμοια: παρακάμπτω - ανακαλύπτω)
  2. Συνώνυμα
    • αναρρώνω
    • ανασταίνομαι
    • επανέρχομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταρρέω
    • αποτυγχάνω
    • χάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Επανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από μια δυσμενή κατάσταση.
    • Επιστρέφω σε μια προηγούμενη, πιο ισχυρή ή καλύτερη κατάσταση.
    • Αντιμετωπίζω με επιτυχία μια δυσκολία ή μια αποτυχία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από τον σοβαρό τραυματισμό, ο αθλητής ανακάμπτει και επιστρέφει στις προπονήσεις.
    • Η εταιρεία ανακάμπτει από την οικονομική κρίση με νέες στρατηγικές.
    • Χρειάστηκε καιρός για να ανακάμψω από την απώλεια.
    3