Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακάμπτω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρακάμπτω
-
ανακαλύπτω
)
Συνώνυμα
αναρρώνω
ανασταίνομαι
επανέρχομαι
3
Αντώνυμα
καταρρέω
αποτυγχάνω
χάνω
3
Ορισμός
Επανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από μια δυσμενή κατάσταση.
Επιστρέφω σε μια προηγούμενη, πιο ισχυρή ή καλύτερη κατάσταση.
Αντιμετωπίζω με επιτυχία μια δυσκολία ή μια αποτυχία.
3
Παραδείγματα
Μετά από τον σοβαρό τραυματισμό, ο αθλητής ανακάμπτει και επιστρέφει στις προπονήσεις.
Η εταιρεία ανακάμπτει από την οικονομική κρίση με νέες στρατηγικές.
Χρειάστηκε καιρός για να ανακάμψω από την απώλεια.
3