Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακαλύπτω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακαλύψω
-
αποκαλύπτω
-
καλύπτω
-
ανακαλώ
-
ανακάμπτω
-
ανακαλέσω
)
Συνώνυμα
ανακαλύπτω
αναζητώ
εξερευνώ
3
Αντώνυμα
κρύβω
αποκρύπτω
καλύπτω
3
Ορισμός
Βρίσκω κάτι που ήταν κρυμμένο ή άγνωστο.
Εξερευνώ και μαθαίνω κάτι νέο.
2
Παραδείγματα
Ο αρχαιολόγος κατάφερε να ανακαλύψει μια αρχαία πόλη.
Η επιστημονική έρευνα βοήθησε να ανακαλύψουμε νέες θεραπείες.
2