1. Λέξη
    ανακατωσούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανακατωτά - ανακατεύω - ανακατέψω)
  2. Συνώνυμα
    • ανακάτωμα
    • σύγχυση
    • αναστάτωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • τάξη
    • οργάνωση
    • ηρεμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακατώνω, δηλαδή της ανάμιξης διαφορετικών πραγμάτων ή στοιχείων.
    • Μεταφορικά, η κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το πάρτι, το σαλόνι ήταν μια πραγματική ανακατωσούρα.
    • Η ανακατωσούρα στο γραφείο μετά την ανακοίνωση των απολύσεων ήταν μεγάλη.
    2