Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακατωσούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανακατωτά
-
ανακατεύω
-
ανακατέψω
)
Συνώνυμα
ανακάτωμα
σύγχυση
αναστάτωση
3
Αντώνυμα
τάξη
οργάνωση
ηρεμία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακατώνω, δηλαδή της ανάμιξης διαφορετικών πραγμάτων ή στοιχείων.
Μεταφορικά, η κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης.
2
Παραδείγματα
Μετά το πάρτι, το σαλόνι ήταν μια πραγματική ανακατωσούρα.
Η ανακατωσούρα στο γραφείο μετά την ανακοίνωση των απολύσεων ήταν μεγάλη.
2