1. Συνώνυμα
    • ανακατεμένα
    • αναμειγμένα
    • συγχυμένα
    3
  2. Αντώνυμα
    • τακτοποιημένα
    • οργανωμένα
    • ξεχωριστά
    3
  3. Ορισμός
    • Σε κατάσταση ανακατεύματος ή μικτής διάταξης.
    • Χωρίς σαφή τάξη ή οργάνωση.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Τα ρούχα του ήταν ανακατωτά στη ντουλάπα.
    • Οι σκέψεις του ήταν ανακατωτές μετά το ατύχημα.
    2