Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακατωτά (επίθετο) - (παρόμοια:
ανακατωσούρα
-
ανακατέψω
-
ανακατεύω
-
ανακατευτώ
-
ανακαλώ
-
ανακατεύομαι
-
ανακατεμένος
-
ανακατασκευή
)
Συνώνυμα
ανακατεμένα
αναμειγμένα
συγχυμένα
3
Αντώνυμα
τακτοποιημένα
οργανωμένα
ξεχωριστά
3
Ορισμός
Σε κατάσταση ανακατεύματος ή μικτής διάταξης.
Χωρίς σαφή τάξη ή οργάνωση.
2
Παραδείγματα
Τα ρούχα του ήταν ανακατωτά στη ντουλάπα.
Οι σκέψεις του ήταν ανακατωτές μετά το ατύχημα.
2