Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακατέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακαλύψω
-
ανακατεύω
-
ανακατωτά
-
ανακατευτώ
-
ανακαλώ
-
ανακατεύομαι
-
ανακατωσούρα
-
ανακατεμένος
-
ανακατασκευή
)
Συνώνυμα
αναμειγνύω
αναδεύω
αναμιγνύω
3
Αντώνυμα
διαχωρίζω
ξεχωρίζω
2
Ορισμός
Να αναμειγνύω διάφορα υλικά ή στοιχεία μεταξύ τους.
Να αλλάζω τη σειρά ή τη θέση των πραγμάτων.
Να εμπλέκω κάποιον σε μια κατάσταση ή θέμα.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ανακατέψεις καλά τα υλικά για να βγει η ζύμη.
Μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά τους θέματα.
Ανακατέψαμε όλα τα παιχνίδια και τώρα δεν μπορούμε να βρούμε τίποτα.
3