1. Συνώνυμα
    • αναμειγνύω
    • αναδεύω
    • αναμιγνύω
    3
  2. Αντώνυμα
    • διαχωρίζω
    • ξεχωρίζω
    2
  3. Ορισμός
    • Να αναμειγνύω διάφορα υλικά ή στοιχεία μεταξύ τους.
    • Να αλλάζω τη σειρά ή τη θέση των πραγμάτων.
    • Να εμπλέκω κάποιον σε μια κατάσταση ή θέμα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ανακατέψεις καλά τα υλικά για να βγει η ζύμη.
    • Μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά τους θέματα.
    • Ανακατέψαμε όλα τα παιχνίδια και τώρα δεν μπορούμε να βρούμε τίποτα.
    3