1. Λέξη
    ανακοπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανατροπή - ανακτώ - ανακούφιση - ανακοινώσω - ανακουφίζω - ανακοινώνω - ανακοίνωση)
  2. Συνώνυμα
    • διακοπή
    • παύση
    • στάση
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνέχεια
    • εξέλιξη
    • ροή
    3
  4. Ορισμός
    • Η διακοπή μιας διαδικασίας ή δραστηριότητας.
    • Μια σύντομη παύση σε μια συνεχή δραστηριότητα.
    • Η διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος σε ένα μέρος του σώματος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ανακοπή της καρδιάς απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση.
    • Η ανακοπή της παραγωγής οφείλεται σε τεχνικό πρόβλημα.
    • Κάναμε μια μικρή ανακοπή στο ταξίδι μας για να ξεκουραστούμε.
    3