Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακοπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανατροπή
-
ανακτώ
-
ανακούφιση
-
ανακοινώσω
-
ανακουφίζω
-
ανακοινώνω
-
ανακοίνωση
)
Συνώνυμα
διακοπή
παύση
στάση
3
Αντώνυμα
συνέχεια
εξέλιξη
ροή
3
Ορισμός
Η διακοπή μιας διαδικασίας ή δραστηριότητας.
Μια σύντομη παύση σε μια συνεχή δραστηριότητα.
Η διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος σε ένα μέρος του σώματος.
3
Παραδείγματα
Η ανακοπή της καρδιάς απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση.
Η ανακοπή της παραγωγής οφείλεται σε τεχνικό πρόβλημα.
Κάναμε μια μικρή ανακοπή στο ταξίδι μας για να ξεκουραστούμε.
3