1. Λέξη
    ανατροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανατροφή - ανακοπή - ανατρέφω - ανατρέπω - τροπή - μετατροπή)
  2. Συνώνυμα
    • αλλαγή
    • μεταστροφή
    • αναστροφή
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερότητα
    • συνέχεια
    • διατήρηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αλλάζει κάτι δραστικά ή να γίνεται το αντίθετο από αυτό που ήταν.
    • Μια ξαφνική και σημαντική αλλαγή σε μια κατάσταση ή συνθήκη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανατροπή της κυβέρνησης προκάλεσε πολιτική αστάθεια.
    • Η ανατροπή του αποτελέσματος του αγώνα στο τελευταίο λεπτό ήταν εντυπωσιακή.
    2