Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανατροφή
-
ανακοπή
-
ανατρέφω
-
ανατρέπω
-
τροπή
-
μετατροπή
)
Συνώνυμα
αλλαγή
μεταστροφή
αναστροφή
3
Αντώνυμα
σταθερότητα
συνέχεια
διατήρηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αλλάζει κάτι δραστικά ή να γίνεται το αντίθετο από αυτό που ήταν.
Μια ξαφνική και σημαντική αλλαγή σε μια κατάσταση ή συνθήκη.
2
Παραδείγματα
Η ανατροπή της κυβέρνησης προκάλεσε πολιτική αστάθεια.
Η ανατροπή του αποτελέσματος του αγώνα στο τελευταίο λεπτό ήταν εντυπωσιακή.
2