1. Λέξη
    αναλύσω (ρήμα) - (παρόμοια: αναλύω - αναλύτρια)
  2. Συνώνυμα
    • εξετάζω
    • μελετώ
    • διερευνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγχωνεύω
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    3
  4. Ορισμός
    • Εξετάζω κάτι λεπτομερώς και συστηματικά για να κατανοήσω τη δομή ή τη λειτουργία του.
    • Διαχωρίζω ένα σύνολο στα συστατικά του μέρη για καλύτερη κατανόηση.
    • Μετατρέπω μια πολύπλοκη έννοια ή πρόβλημα σε απλούστερες μονάδες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα αναλύσω τα αποτελέσματα της έρευνας σε ξεχωριστές κατηγορίες.
    • Ο δάσκαλος μας ζήτησε να αναλύσουμε το ποίημα στροφή-στροφή.
    • Προσπαθώ να αναλύσω τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή την οικονομική κρίση.
    3