1. Λέξη
    αναλύτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναλύω - αναλύσω - αναπληρώτρια)
  2. Συνώνυμα
    • ερμηνεύτρια
    • εξηγήτρια
    • διανοούμενη
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγράμματη
    • αμαθής
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που αναλύει ή ερμηνεύει κάτι με λεπτομέρεια.
    • Ειδικός σε συγκεκριμένο τομέα που μελετά και εξηγεί δεδομένα ή φαινόμενα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αναλύτρια παρουσίασε μια λεπτομερή έκθεση για την οικονομική κρίση.
    • Ως αναλύτρια δεδομένων, εργάζεται σε μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας.
    2