Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναλύω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναλύσω
-
αναλύτρια
-
αναλογώ
-
αναλάβω
)
Συνώνυμα
εξετάζω
διερευνώ
μελετώ
ανασκοπώ
4
Αντώνυμα
συνθέτω
ενώνω
ολοκληρώνω
3
Ορισμός
Εξετάζω κάτι με λεπτομέρεια, χωρίζοντάς το στα μέρη του για να το κατανοήσω καλύτερα.
Μετατρέπω μια ουσία στα χημικά της συστατικά.
Συστηματοποιώ και ερμηνεύω δεδομένα ή πληροφορίες.
3
Παραδείγματα
Ο καθηγητής θα αναλύσει το ποίημα στο επόμενο μάθημα.
Το εργαστήριο θα αναλύσει το δείγμα αίματος.
Ο οικονομολόγος αναλύει τα στοιχεία της αγοράς.
3