1. Λέξη
    αναλύω (ρήμα) - (παρόμοια: αναλύσω - αναλύτρια - αναλογώ - αναλάβω)
  2. Συνώνυμα
    • εξετάζω
    • διερευνώ
    • μελετώ
    • ανασκοπώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • συνθέτω
    • ενώνω
    • ολοκληρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Εξετάζω κάτι με λεπτομέρεια, χωρίζοντάς το στα μέρη του για να το κατανοήσω καλύτερα.
    • Μετατρέπω μια ουσία στα χημικά της συστατικά.
    • Συστηματοποιώ και ερμηνεύω δεδομένα ή πληροφορίες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καθηγητής θα αναλύσει το ποίημα στο επόμενο μάθημα.
    • Το εργαστήριο θα αναλύσει το δείγμα αίματος.
    • Ο οικονομολόγος αναλύει τα στοιχεία της αγοράς.
    3