Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναμενόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανερχόμενος
-
αναμμένος
)
Συνώνυμα
αναμονευόμενος
προσδοκώμενος
προβλεπόμενος
3
Αντώνυμα
απροσδόκητος
απρόβλεπτος
απροσμονητος
3
Ορισμός
Που αναμένει κανείς να συμβεί ή να παρουσιαστεί.
Που είναι γνωστό ότι θα συμβεί ή θα εμφανιστεί.
2
Παραδείγματα
Το αναμενόμενο αποτέλεσμα της εξέτασης ήταν θετικό.
Οι αναμενόμενες βροχές έφεραν ανάσα στη ξηρασία.
2