1. Συνώνυμα
    • φωτισμένος
    • άναψε
    • ανάπτεται
    3
  2. Αντώνυμα
    • σβηστός
    • σκοτεινός
    • απενεργοποιημένος
    3
  3. Ορισμός
    • Εκείνος που έχει αναφλεγεί ή έχει ανάψει.
    • Εκείνος που είναι ενεργοποιημένος ή λειτουργεί.
    • Εκείνος που είναι ζεστός ή έχει θερμανθεί.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο αναμμένος φανός έδειχνε το δρόμο.
    • Το αναμμένο τσιγάρο του έπεφτε στα χέρια.
    • Ο αναμμένος υπολογιστής δείχνει ότι κάποιος είναι στο γραφείο.
    3