Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ξαναμμένος
-
αναμεμειγμένος
-
βαμμένος
-
θαμμένος
-
αναγκασμένος
-
αναπτυγμένος
-
ανακατεμένος
-
γραμμένος
-
βλαμμένος
-
αναστατωμένος
-
στραμμένος
-
αναμένομαι
-
αναμένω
-
αποκομμένος
-
αναμενόμενος
-
αναθεματισμένος
)
Συνώνυμα
φωτισμένος
άναψε
ανάπτεται
3
Αντώνυμα
σβηστός
σκοτεινός
απενεργοποιημένος
3
Ορισμός
Εκείνος που έχει αναφλεγεί ή έχει ανάψει.
Εκείνος που είναι ενεργοποιημένος ή λειτουργεί.
Εκείνος που είναι ζεστός ή έχει θερμανθεί.
3
Παραδείγματα
Ο αναμμένος φανός έδειχνε το δρόμο.
Το αναμμένο τσιγάρο του έπεφτε στα χέρια.
Ο αναμμένος υπολογιστής δείχνει ότι κάποιος είναι στο γραφείο.
3