Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανερχόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
ερχόμενος
-
επερχόμενος
-
εισερχόμενος
-
αναμενόμενος
)
Συνώνυμα
αναδυόμενος
ανιών
αναβαίνων
αναδυόμενος
4
Αντώνυμα
κατερχόμενος
καθιών
κατεβαίνων
3
Ορισμός
Που ανεβαίνει ή κινείται προς τα πάνω.
Που βρίσκεται σε φάση ανόδου ή ανάπτυξης.
Που εμφανίζεται ή γίνεται ορατός.
3
Παραδείγματα
Ο ανερχόμενος ήλιος φώτισε την κοιλάδα.
Η ανερχόμενη σταδιοδρομία του νέου καλλιτέχνη εντυπωσιάζει.
Οι ανερχόμενες θερμοκρασίες δείχνουν ότι ο καιρός θα βελτιωθεί.
3