1. Λέξη
    ανερχόμενος (επίθετο) - (παρόμοια: ερχόμενος - επερχόμενος - εισερχόμενος - αναμενόμενος)
  2. Συνώνυμα
    • αναδυόμενος
    • ανιών
    • αναβαίνων
    • αναδυόμενος
    4
  3. Αντώνυμα
    • κατερχόμενος
    • καθιών
    • κατεβαίνων
    3
  4. Ορισμός
    • Που ανεβαίνει ή κινείται προς τα πάνω.
    • Που βρίσκεται σε φάση ανόδου ή ανάπτυξης.
    • Που εμφανίζεται ή γίνεται ορατός.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ανερχόμενος ήλιος φώτισε την κοιλάδα.
    • Η ανερχόμενη σταδιοδρομία του νέου καλλιτέχνη εντυπωσιάζει.
    • Οι ανερχόμενες θερμοκρασίες δείχνουν ότι ο καιρός θα βελτιωθεί.
    3