1. Λέξη
    αναπάντεχος (επίθετο) - (παρόμοια: αναπάντεχα - αναπάντεχη - αναπάντητος - αναπάντητο)
  2. Συνώνυμα
    • απρόβλεπτος
    • απροσδόκητος
    • ξαφνικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναμενόμενος
    • προβλέψιμος
    • αναμενόμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να προετοιμαστεί κανείς γι' αυτό.
    • Που συμβαίνει χωρίς προειδοποίηση ή προηγούμενο σημάδι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι αναπάντεχες αλλαγές στον καιρό μας έπιασαν απροετοίμαστους.
    • Έλαβε μια αναπάντεχη επίσκεψη από έναν παλιό του φίλο.
    2