Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπάντεχος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναπάντεχα
-
αναπάντεχη
-
αναπάντητος
-
αναπάντητο
)
Συνώνυμα
απρόβλεπτος
απροσδόκητος
ξαφνικός
3
Αντώνυμα
αναμενόμενος
προβλέψιμος
αναμενόμενος
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να προετοιμαστεί κανείς γι' αυτό.
Που συμβαίνει χωρίς προειδοποίηση ή προηγούμενο σημάδι.
2
Παραδείγματα
Οι αναπάντεχες αλλαγές στον καιρό μας έπιασαν απροετοίμαστους.
Έλαβε μια αναπάντεχη επίσκεψη από έναν παλιό του φίλο.
2